- λάξευμα
- τό, λάξευση И? (-εως)] η1) обтёсывание; резьба; ваяние; 2) перен. оттачивание, шлифовка (стиля и т. п.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λάξευμα — το (AM λάξευμα) [λαξεύω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού λαξεύω, σκάλισμα … Dictionary of Greek
λαξεύμασι — λάξευμα hewn work in stone neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιθολάξευστο(ν) — λιθολάξευστο(ν), τὸ (Μ) λάξευμα σε πέτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. τού αμάρτυρου επιθ. *λιθολάξευστος] … Dictionary of Greek
ογδοηκοντάλιθος — ὀγδοηκοντάλιθος, ὁ (Α) (κατά το λεξ. Σούδα) τίτλος έργου σχετικού με το λάξευμα τών λίθων, το οποίο αποδίδεται στον Ορφέα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀγδοήκοντα + λίθος] … Dictionary of Greek